Η ελληνική μετανάστευση μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελεί μέρος μιας μετακίνησης πληθυσμού από τις αγροτικές οικονομίες της Μεσογείου προς υπερπόντιες και ευρωπαϊκές χώρες με ισχυρό δευτερογενή τομέα. Η μετανάστευση προς τη Δυτική Ευρώπη είχε το χαρακτήρα οργανωμένης εισαγωγής εργατικού δυναμικού, η οποία σχεδιάστηκε από τις κυβερνήσεις των χωρών υποδοχής και τους εργοδότες με στόχο την προσωρινή εισαγωγή φθηνού εργατικού δυναμικού. Ως κύριοι παράγοντες που ώθησαν στην αρχική μαζική μετανάστευση των Ελλήνων μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο θεωρούνται η εκτεταμένη ανεργία και η υποαπασχόληση, καθώς και η άνιση κατανομή του εισοδήματος. Η εκροή πληθυσμού από τα μικρά νησιά και τις ορεινές περιοχές, προκάλεσε την ερήμωσή των περιοχών, την κατάρρευση των οικονομιών τους και μεταναστευτικό κύμα προς το εξωτερικό. Οι μετανάστες κατευθύνθηκαν κυρίως προς την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, οι οποίες λειτούργησαν ως ζώνες ανάσχεσης πριν τη μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού στις χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης και τις άλλες ηπείρους. Ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών από το 1946 έως και το 1977 έφθασε περίπου τους 1.300.000. Από τους 638.000 μετανάστες σε χώρες της Ευρώπης, το μεγαλύτερο ποσοστό (83%) μετακινήθηκε στη Δυτική Γερμανία. Η πλειοψηφία τους ήταν νέοι και σε παραγωγική ηλικία. Εξ αυτού, στη δεκαετία του 1960, η οικονομικά ενεργή ηλικιακή ομάδα του ελληνικού πληθυσμού μειώθηκε κατά 11%. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 παρουσιάστηκαν έντονες εποχιακές ελλείψεις εργατικού δυναμικού και οι μισθοί για τις αγροτικές εργασίες αυξήθηκαν. Η έλλειψη εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού υπήρξε εμφανής και στον αναπτυσσόμενο κλάδο της μεταποιητικής βιομηχανίας. Η μετανάστευση των Ελλήνων κατά τη μεταπολεμική εποχή είχε και θετικά αποτελέσματα, όπως τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των εμβασμάτων. Ωστόσο οι Ελληνικές κυβερνήσεις απέτυχαν να προσφέρουν τα απαραίτητα κίνητρα για την επένδυση των εμβασμάτων σε παραγωγικούς τομείς και δραστηριότητες. Μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973, οι περιοριστικές μεταναστευτικές πολιτικές της Δυτικής Ευρώπης συνέβαλαν στην παλιννόστηση των απόδημων. Αυτό, σε συνδυασμό με την πτώση της δικτατορίας (1974) και τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας, υπήρξαν πιο σημαντικοί παράγοντες της παλιννόστησης από τα μέτρα που υιοθέτησε το ελληνικό κράτος για τη στήριξή της. Μεταξύ 1968 και 1980 ο αριθμός των παλιννοστούντων έφτασε τις 390.000. Οι παλιννοστούντες δεν συνέβαλαν ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη, ούτε μέσω της αξιοποίησης των αποταμιεύσεών τους, ούτε μέσω της αξιοποίησης των δεξιοτήτων τους. Η πιο έντονη επίδραση της παλιννόστησης ήταν στη γεωργική εκμηχάνιση, στην κατασκευή κατοικιών, στον πολλαπλασιασμό μικρών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών και στην ανάπτυξη τουριστικών υποδομών. Οι πολιτικές του ελληνικού κράτους για τους παλιννοστούντες παρέμειναν αναποτελεσματικές και στερούμενες μακροπρόθεσμης στρατηγικής. Εξαίρεση αποτέλεσε η δημιουργία της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού (ΓΓΑΕ) το 1982. Μία από τις προτεραιότητες της ΓΓΑΕ ήταν να δημιουργηθούν όργανα, στα οποία θα εκπροσωπούνταν οι απόδημοι, και τα οποία θα παρείχαν συμβουλές στο κράτος για σχετικά θέματα. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας από τα παιδιά των απόδημων. Κατά την περίοδο της μαζικής αποδημίας, οι ελληνικές κυβερνήσεις υπέγραψαν συμφωνίες μετανάστευσης με τις περισσότερες χώρες υποδοχής. Μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, οι Έλληνες παλιννοστούντες από χώρες της ΕΟΚ διασφάλισαν τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης με τους σχετικούς κανονισμούς της ΕΟΚ. Οι προερχόμενοι από χώρες εκτός ΕΟΚ καλύφθηκαν από το ΙΚΑ. Οι πληροφορίες σχετικά με τις επιπτώσεις της μετανάστευσης στις γυναίκες, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, είναι περιορισμένες. Στοιχεία δείχνουν ότι υπήρχαν σοβαρές δυσκολίες στην επανένταξη των παλιννοστούντων. Σε γενικές γραμμές, το ελληνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας δεν είχε μια καθολική προσέγγιση και χαρακτηρίζονταν από περιορισμένη ικανότητα στην παροχή υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας και φροντίδας για τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Ο στόχος της εγκατάστασης των παλιννοστούντων σε αγροτικές περιοχές από το 1982 και μετά δεν επιτεύχθηκε, παρά την παροχή κινήτρων .Αντίθετα ο αριθμός τους στις αστικές περιοχές αυξήθηκε. Οι κυριότερες κρατικές παρεμβάσεις αφορούσαν στα αγροτικά νοικοκυριά, ενώ άλλες ευπαθείς ομάδες, όπως γυναίκες, νέοι, οι Ρομά, κ.ά επωφελήθηκαν οριακά Είναι προφανές ότι μια ολιστική προσέγγιση για την περιφερειακή ανάπτυξη είναι απαραίτητη, σημαντικό στοιχείο της οποίας πρέπει να είναι η συγκρότηση μιας «προενεργού» στρατηγικής για την αποδημία. Είναι αναγκαίο να συγκροτηθεί ένας κεντρικός φορέας υπεύθυνος για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των μέτρων και την ανάπτυξη των κατάλληλων διασυνδέσεων με την περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα αποτελεσματικές οριζόντιες διοικητικές και θεσμικές διευθετήσεις, τόσο σε εθνικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο, ούτως ώστε να ενσωματώσει τις προσπάθειες όλων των παραγόντων στο τελικό αποτέλεσμα. H έρευνα αποτελεί μέρος ευρύτερης ευρωπαϊκής που καλύπτει τις 25 χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, την Τουρκία και την Ελλάδα.