Το έργο περιλαμβάνει 9 ενότητες εργασίας και 23 παραδοτέα. Η υλοποίηση τους συνέβαλε στο να επιτευχθούν οι τρεις μείζονες στοχεύσεις, που είχαν ήδη τεθεί εξαρχής και συγκεκριμένα: - η δόμηση συγκεκριμένου πολυπαραμετρικού δείκτη για τους Neets σε ελληνικό επίπεδο, - η ταγραφή, αποτύπωση και χαρτογράφηση της νέας κατηγορίας κοινωνικής ευπάθειας, δηλαδή των Neets, - η ανάπτυξη εμπειρικά θεμελιωμένων προτάσεων πολιτικής για την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού των NEETS και την πολυεπίπεδη και βιώσιμη ενσωμάτωσή τους. Η όλη μεθοδολογική στρατηγική είχε χαρακτήρα back n forth με διαρκή ανατροφοδότηση των επιμέρους Ε.Ε. και τη συνεξέλιξη ερευνητικών διαδικασιών, ενώ αξιοποιήθηκε εκτεταμένα η διεθνής εμπειρία σε σχέση με το φαινόμενο των Neets. Πραγματοποιήθηκαν δυο φάσεις ποσοτικής και δυο φάσεις ποιοτικής έρευνας σε μεγάλο αριθμό δειγμάτων (800 και 3500 υποκείμενα στις δυο φάσεις της ποσοτικής έρευνας και συνολικά 144 ημιδομημένες και αφηγηματικές συνεντεύξεις στην ποιοτική έρευνα). Στη βάση των ευρημάτων της έρευνας θεμελιώθηκε ο πολυπαραμετρικός δείκτης (Neets composite indicator), αναπτύχθηκε ολοκληρωμένο πλαίσιο προτάσεων πολιτικής (με πλέγμα παρεμβάσεων σε διάφορα επίπεδα δημόσιων πολιτικών και με διαφορετικά σενάρια εφαρμογής), συγκροτήθηκε Ηλεκτρονική Χαρτοθήκη (Neets GIS), δομήθηκε road map ολοκληρωμένης αντισταθμιστικής παρέμβασης για την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού των NEETs (με δράσεις που αποτελούν το στρατηγικό περιβάλλον της παρέμβασης και αυτές που λειτουργούν συγκειμενικά και συνιστούν το παραμετρικό περιβάλλον) παρέχοντας στην πραγματικότητα ένα εφαρμόσιμο μείγμα πολιτικής (με διαφορετικές εκδοχές του). Συγχρόνως, αποτυπώθηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά, οι επείγουσες διαστάσεις της βιογραφίας των Neets και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, αναλύθηκαν δημογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά τους, εξετάστηκαν σε βάθος οι παράγοντες που επιδρούν, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, στην υπαγωγή ενός νέου ανθρώπου στην κατηγορία Neet (φύλο, ηλικία, αστικότητα, μορφωτικό επίπεδο, οικογενειακό εισόδημα, εθνοπολιτισμική προέλευση), αναλύθηκαν διεξοδικά οι απόψεις και οι στάσεις τους για την εκπαίδευση, την κατάρτιση, την απασχόληση, το κοινωνικό κράτος και το πολιτικό σύστημα όσο και οι στρατηγικές τους για την έξοδο από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται και συνολικότερες προτάσεις τους για την ευρύτερη κατάσταση των πραγμάτων, διερευνήθηκαν οι επιπτώσεις σε οικονομία και κοινωνία από την διεύρυνση του φαινομένου των Neets, συγκροτήθηκαν ερευνητικά θεμελιωμένες ταξινομικές κατηγορίες και αναπτύχθηκε το προφίλ του Έλληνα Neet (το οποίο δομήθηκε συγκριτικά με τα διαφορετικά προφίλ των Ευρωπαίων Neets) και επιχειρήθηκαν συνολικές ερμηνείες για το πολυπρισματικό και πολυσύνθετο αυτό φαινόμενο. Ουσιαστικά, οι Neets «χαρτογραφήθηκαν» τόσο ποσοτικά (πόσοι είναι συνολικά και με βάση το φύλο, την ηλικία, την αστικότητα, το μορφωτικό επίπεδο, το οικογενειακό εισόδημα, την εθνοπολιτισμική προέλευση, ποια τα βασικά χαρακτηριστικά τους, πως συσχετίζονται με διαστάσεις της βιογραφίας τους και με τις στάσεις, συμπεριφορικά πρότυπα και απόψεις τους και πως κατανέμονται ανά διοικητική περιφέρεια και νομό), όσο και ποιοτικά και εις βάθος. Σε μια χώρα που το ποσοστό των Neets αγγίζει το 16,9% (πράγμα που την τοποθετεί σε μια από τις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη) και στην οποία τα βασικά χαρακτηριστικά των Neets διαφοροποιούνται σε αρκετά σημεία από αυτά πολλών άλλων εθνικών περιπτώσεων, το πρόβλημα των Neets δεν μπορεί άλλο να αγνοηθεί, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα. Με βάση όλα τα προαναφερθέντα το Βαρόμετρο Απόντων αποτελεί ένα καινοτόμο έργο για τα ελληνικά δεδομένα, καθώς συνιστά την πρώτη έρευνα βάσης εθνικής κλίμακας για το μείζον πρόβλημα των Neets (των νέων ανθρώπων που δεν «υπάρχουνπουθενά») και μια από τις ελάχιστες αντίστοιχες έρευνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και όλα αυτά σε μια περίοδο που η αντιμετώπιση του προβλήματος των Neets αποτελεί μια από τις βασικές πολιτικές προτεραιότητες της EU2020. Οι νέοι άνθρωποι, που δεν μετέχουν στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση και στην απασχόληση, απέχουν δηλαδή από τους βασικούς θεσμούς του Κοινωνικού Κράτους και την αγορά εργασίας, οι απόντες αξίζουν την προσοχή μας. Όχι μόνο γιατί είναι αριθμητικά πολλοί (πάρα πολλοί για την ακρίβεια), αλλά γιατί βρίσκονται στο έσχατο σημείο της κοινωνικής ευπάθειας στην πλέον δυναμική και παραγωγική ηλικία τους. Και το «Βαρόμετρο Απόντων» δεν εξαντλείται στο να μετρήσει, να αναλύσει και να ερμηνεύσει το πρόβλημα, δηλαδή να το καταστήσει ορατό και ερμηνεύσιμο. Πολύ περισσότερο επιχειρεί να δώσει μια εμπειρικά θεμελιωμένη πρόταση αντιμετώπισης του.