Στόχος της έρευνας είναι η διερεύνηση της κινητικότητας τριών κατηγοριών "ξένων φοιτητών" προς την Ελλάδα: των ομογενών-Ελλήνων του εξωτερικού, των Κυπρίων και των αλλοδαπών-αλλογενών, και η αποτύπωση και ερμηνεία της αντίστοιχης κρατικής πολιτικής. Ο σχεδιασμός της έρευνας προέβλεπε: (α) ποιοτική ανάλυση (βασισμένη σε έρευνα αρχείου και συνεντεύξεις με στελέχη του ΥΠ.ΕΠ.Θ.) για την αποτύπωση του θεσμικού πλαισίου της κινητικότητας, και (β) ποσοτική ανάλυση των ροών των ξένων φοιτητών (βασισμένη σε στοιχεία των Τμημάτων Εισιτηρίων Εξετάσεων και Υποτροφιών του ΥΠ.ΕΠ.Θ.). Βασική παραδοχή της μελέτης αποτέλεσε το γεγονός ότι στα πλαίσια του εθνικού κράτους, ως διεθνώς κρατούντος προτύπου κοινωνικοπολιτικού σχηματισμού, η σύνδεση κράτους και πανεπιστημίου είναι στενή και ότι η εκπαίδευση αποτελεί μηχανισμό παραγωγής και αναπαραγωγής της εθνικής ιδεολογίας και εξυπηρετεί βασικούς σκοπούς και επιδιώξεις του κράτους. Με βάση αυτήν την παραδοχή, οι αρχικές υποθέσεις εργασίας προέβλεπαν: (α) διαφορική κινητικότητα ομογενών-Ελλήνων του εξωτερικού και Κυπρίων, αφενός, και αλλοδαπών-αλλογενών, αφετέρου. Αναμενόταν ότι (β) αυξημένη θα ήταν η κινητικότητα των ομογενών-Ελλήνων του εξωτερικού και Κυπρίων, προς τους οποίους θα ήταν δυνατόν να ασκείται πολιτική έλξης, και (γ) μικρότερη θα ήταν η κινητικότητα των αλλοδαπών-αλλογενών, η οποία αναμενόταν να συνδέεται με τις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής για την προάσπιση συμφερόντων του κράτους σε συγκεκριμένες περιοχές. Στην πορεία της έρευνας οι αρχικές υποθέσεις εργασίας ανατράπηκαν εν μέρει. Όσον αφορά την κινητικότητα των ομογενών και των Κυπρίων, η έρευνα ανέδειξε ότι το κράτος δεν ασκεί πολιτική έλξης προς αυτές τις κατηγορίες φοιτητών. Αντίθετα, φαίνεται να ασκεί μάλλον περιοριστική πολιτική, εφαρμόζοντας ποσοστώσεις που ρυθμίζουν την εισαγωγή τους. Στο βαθμό που ασκείται πολιτική προς αυτές τις κατηγορίες φοιτητών, φαίνεται ότι πρόκειται για ανταπόκριση του Ελληνικού κράτους σε πιέσεις που ασκούν οι κοινότητες του εξωτερικού. Στην περίπτωση αυτή, η εκπαιδευτική πολιτική ασκείται μάλλον ως κοινωνική πολιτική και φαίνεται να αποτελεί συνέχεια της "πολιτικής προστασίας καταφυγόντων προσφύγων, λόγω δυσμενών περιστάσεων στους τόπους της μόνιμης διαμονής τους" που ασκήθηκε στην μεταπολεμική περίοδο. Η έρευνα ανέδειξε ότι οι φαινομενικά αντιφατικές πολιτικές επιλογές του κράτους δεν είναι δυνατό να ερμηνευθούν μέσα στο στενό εθνικό πλαίσιο από ενδογενείς παράγοντες. Η επίδραση ευρύτερων πολιτικών, αλλά και η διάθεση του ελληνικού κράτους να δείξει ότι «ανταποκρίνεται στις διεθνείς του υποχρεώσεις», φαίνεται να είναι καθοριστική για τη χάραξη της ελληνικής πολιτικής. Έγινε προφανές ότι εξωγενείς παράγοντες, όπως η δράση των διεθνών οργανισμών και υπερεθνικών δρώντων που διαμορφώνεται από τις τάσεις διεθνοποίησης και παγκοσμιοποίησης του διεθνούς συστήματος, καθόρισαν σε σημαντικό βαθμό τις ελληνικές πολιτικές επιλογές. Έτσι, κατέστη αναγκαία η διαμόρφωση ενός θεωρητικού πλαισίου με βάση τη σύγχρονη κοινωνική θεωρία, το οποίο να λαμβάνει υπόψη του τη διαπλοκή του διεθνούς/παγκόσμιου και του εθνικού/τοπικού επιπέδου. Η λογική της παγκοσμιοποίησης, η οποία επισημαίνει την ανατροπή του μέχρι τώρα κρατούντος επιστημονικού παραδείγματος, παρά το γεγονός ότι απέχει πολύ από το να αποτελεί θεωρητικό μοντέλο, φαινόταν να ανταποκρίνεται περισσότερο στα ευρήματα της έρευνας.