Α. Γενικά Στόχος της έρευνας αυτής (που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα μεταξύ 1990 και 1993) είναι η διερεύνηση του νοήματος και της λειτουργίας, σε επίπεδο κυρίως ψυχοκοινωνικό, της μουσικής δραστηριότητας στα πλαίσια της ελληνικής ανεξάρτητης σκηνής ροκ. Ως μουσική δραστηριότητα ορίζεται η μουσική δημιουργία και η σύσταση ενός μουσικού συγκροτήματος με σκοπό τη δημοσιοποίηση αυτής της μουσικής και την επίτευξη κοινωνικής αναγνώρισης από το μικρο-περίγυρο των μουσικών και, ει δυνατόν, από ένα ευρύτερο κοινό. 'Όσο για την ανεξάρτητη σκηνή, αποτελεί ένα χώρο ψυχολογικό, κοινωνικό και αξιολογικό: οι διάφοροι συμμετέχοντες (μουσικοί, κοινό, ιδιοκτήτες αιθουσών, παραγωγοί δίσκων, διοργανωτές συναυλιών κ.ά.) αναγνωρίζονται ως μέλη αυτής της κατηγορίας χωρίς να γνωρίζονται απαραίτητα μεταξύ τους και έχουν διάφορες κοινές συνήθειες, τελετουργίες και αναφορές. Μεταξύ των τελευταίων πρωτεύουσα θέση κατέχει η αυτο-τοποθέτηση εκτός των μεγάλων μαζικών πολιτισμικών ρευμάτων (της ροκ κυρίως) και η (από λίγο ώς πολύ «στρατευμένη») απόρριψη των ρευμάτων αυτών. Β. Θεωρητικές και μεθοδολογικές προϋποθέσεις Θέλησα να αναζητήσω το νόημα της μουσικής δραστηριότητας στη συνάρθρωση των ψυχικών και των κοινωνικών παραγόντων που οδήγησαν τα άτομα σ' αυτήν. Η μουσική δραστηριότητα παράγεται από μία συγκεκριμένη πορεία στην οποία διαπλέκονται στοιχεία ψυχικά, οικογενειακά, πολιτισμικά και κοινωνικά. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε στη συλλογή του υλικού είναι η αφήγηση ζωής. Η μέθοδος αυτή ευνοεί την ανάδυση όλων των προαναφερθέντων όψεων της ανθρώπινης πραγματικότητας, καθώς τοποθετείται στο επίπεδο της αλληλεπίδρασης ατόμου-κοινωνίας και επιτρέπει την έκφραση της (υποκειμενικής) σύλληψης της κοινωνικής πραγματικότητας. Τα δεκαοκτώ άτομα που μου αφηγήθηκαν την ιστορία τους δεν είναι αντιπροσωπευτικά κάποιου πληθυσμού που περιγράφεται με στατιστική σαφήνεια. Αυτό που προέχει εδώ είναι η ανάγλυφη παρουσίαση της ψυχοκοινωνικής δυναμικής που προσδιορίζει τη διαδρομή τους. Η τελευταία έχει δύο όψεις: (α) μια όψη παραγωγής των υποκειμένων (αιτιοκρατίες ψυχικής, πολιτισμικής, κοινωνικής τάξεως) και (β) μια όψη «ανάδρασης», ενέργειας επί του συστήματος, (λιγότερο η περισσότερο δημιουργικής) αυτο-παραγωγής των υποκειμένων. Γ. Συνολική παρουσίαση - Ευρήματα Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται μία επισκόπηση της βιβλιογραφίας αναφορικά με το ζήτημα τόσο της μουσικής ροκ (ιστορία, κοινωνιολογικές προσεγγίσεις) όσο και άλλων τομέων που είτε σχετίζονται άμεσα με αυτήν (μαζική και νεανική κουλτούρα και βεντέτες, περιθώριο και ενεργές μειονότητες), είτε μπορούν να εμπλουτίσουν την κατανόησή της (ανθρωπολογικές κυρίως διαστάσεις και οπτικές). Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται ορισμένα στοιχεία αναφορικά με τη μουσική ροκ στην Ελλάδα (διείσδυση, εγκατάσταση και αντιμετώπιση του μουσικού αυτού είδους), καθώς και αναφορικά με την ίδια την ανεξάρτητη σκηνή (οριοθέτηση, περιγραφή των κύριων «θεσμών» της: μουσικοί και συγκροτήματα, τόποι και τρόποι συναυλιών, δισκογραφικές εταιρείες, ειδικός ανεξάρτητος τύπος). Σ' αυτό το κεφάλαιο επιχειρείται επίσης η θεώρηση της ανεξάρτητης σκηνής ως «φυλής» (tribu) (σύμφωνα με το θεωρητικό υπόδειγμα του Maffesoli), δηλαδή ως κοινωνικότητας ή «υπαρξιακού δικτύου». Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται γενικά η θέση της βιογραφικής προσέγγισης στις κοινωνικές επιστήμες και οι κύριες αρχές της. Συζητάται επίσης το ζήτημα των διαμεσολαβητικών ομάδων (που επιτρέπουν στο άτομο να βιώσει την ατομικότητά του και να εγγραφεί στον κοινωνικό περίγυρο) και η συνεισφορά σ' αυτό της ψυχοκοινωνικής οπτικής. Παρουσιάζονται τέλος οι μεθοδολογικές και «πρακτικές» ιδιαιτερότητες στη διεξαγωγή της συγκεκριμένης έρευνας. Αναφορικά τώρα με τους μείζονες άξονες που προκύπτουν από την ανάλυση των αφηγήσεων: Το τέταρτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στα μουσικά πρότυπα και στη χρήση τους από τον ακροατή - πρώτα - και κατόπιν μουσικό. Η χρήση αυτή είναι διπλή και συμπληρωματική: - από τη μία οι μουσικές αναφορές (μουσικές προτιμήσεις) διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στο σχηματισμό της μουσικο-κοινωνικής ταυτότητας του ακροατή (θέτουν τη βάση για την περαιτέρω εξέλιξη της μουσικής του ταυτότητας), - από την άλλη ο ακροατής αυτός, απαντώντας στο κάλεσμα της μουσικής δημιουργίας, υπερβαίνει τόσο την ιδιότητα του ακροατή (επίπεδο ταυτότητας), όσο και τις ίδιες τις αναφορές αυτές (στυλιστικό επίπεδο). Αποτέλεσμα ο σχηματισμός της μουσικο-κοινωνικής ταυτότητας του μουσικού-δημιουργού (μη-συγκρίσιμη, μοναδική, σύμφωνα με τις αρχές της θεωρίας της κοινωνικής πρωτοτυπίας) με το δικό του προσωπικό στυλ μουσικής δημιουργίας (που βασίζεται στις μουσικές αναφορές και συγχρόνως τις υπερβαίνει). Στο πέμπτο κεφάλαιο περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο οι μουσικοί διαπραγματεύονται το θέμα της δυνατότητας απόλυτα αυθόρμητης έκφρασης του εαυτού (αμείωτος πυρήνας της «ιδεολογίας ροκ») μέσα από τη χρήση του μουσικού κώδικα (που εν πολλοίς παραπέμπει στη δυνατότητα αναπαραγωγής του μουσικού έργου τού συγκροτήματος και εγγυάται την κοινωνική του επιβίωση). Η μουσική δημιουργία, όπως και η μουσική παραγωγή και δραστηριότητα γενικότερα, εμφανίζονται εδώ ως συμβολικός τόπος συνάντησης των δύο προηγουμένων. Στόχος μάλιστα του μουσικού είναι να θέσει τον κώδικα στην υπηρεσία του αυθορμητισμού, έτσι ώστε η μουσική δραστηριότητα να μην βιώνεται ως υποδούλωση της επιθυμίας από τον κανόνα. Στο έκτο κεφάλαιο περιγράφονται οι κοινωνικές συνδυαστικές (μουσικο-κοινωνικοί πειραματισμοί που αρχίζουν στο επίπεδο της παρέας με κριτήρια όχι απαραιτήτως μουσικής φύσεως) οι οποίες καταλήγουν στην παγίωση του συγκεκριμένου συγκροτήματος-ομάδα, του «εμείς». Το τελευταίο περιγράφεται ως οντότητα που υπερβαίνει τα άτομα που το αποτελούν επιτρέποντάς τους την ταύτιση μεταξύ τους (σχέση αγάπης), την ταύτιση με αυτό (το συγκρότημα είναι δύναμη) και την αναφορά σ' αυτό ως οργανισμού, του οποίου η ύπαρξη και ο σχηματισμός συνεπάγονται οργάνωση, αλληλεπιδράσεις και ομαδικά βιώματα. Στο έβδομο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα σχετικά με την κοινοποίηση της μουσικής και την κοινωνική ύπαρξη του συγκροτήματος γενικότερα. Οι μουσικοί εδώ προβάλλουν το σημαντικότερο ιδανικό τους: να τοποθετούνται έξω από εμπορικά κριτήρια και ταυτόχρονα να βιώνουν την απόλυτη ανταλλαγή με το κοινό τους. Το κοινό, κυρίως κατά τη στιγμή της συναυλίας, αποτελεί τόπο συλλογικής ταύτισης και καθρέφτη εντός του οποίου το συγκρότημα φαντασιώνει την απόλυτη αντανάκλαση της κάθε του κίνησης και δημιουργικής πράξης, με αποκορύφωμα τη συγχώνευση και την κατάργηση των ρόλων μουσικού και ακροατή. Υποβόσκει όμως μία θέληση «ελέγχου» αυτής της κάπως χαοτικής επικοινωνίας, πράγμα που παραπέμπει σε μία διάθεση διαπραγμάτευσης με την πραγματικότητα και τα προβλήματα του (κάθε) κοινωνικού συμβολαίου. Στο όγδοο τέλος κεφάλαιο προτείνεται ένα ευρύτερο υπόδειγμα κατανόησης της μουσικής δραστηριότητας ως προσπάθεια εξόδου των υποκειμένων μας από τον κόσμο των Άλλων (όπου υπήρχαν ως παιδιά και ως μουσικοί καταναλωτές): η εγγραφή στον κοινωνικό χώρο μέσα από την ένδυση της ταυτότητας του μουσικού αποτελεί επαναθεώρηση της προηγούμενης επικοινωνιακής σχέσης, επαναδιατύπωση (με ενδεχόμενο επανορισμό) της σχέσης ανάμεσα στις γενιές, θέληση γενικότερα για ένταξη στην πραγματικότητα - έστω κι αν η σχέση μ' αυτήν ορίζεται κάπως αντιφατικά ή/και αρνητικά, μέσα δηλαδή από τη θέληση διατήρησης της αυτάρκειας και της πεποίθησης ότι η παρούσα ταυτότητα του υποκειμένου είναι αιώνια. Συμπερασματικά η έρευνα αυτή επιχειρεί την περιγραφή όψεων της ψυχολογικής, πολιτισμικής και κοινωνικής δυναμικής που προσδιορίζει μία σειρά ψυχοκοινωνικών διεργασιών οι οποίες οδηγούν τα υποκείμενά μας από μία θέση ετεροπροσδιοριζόμενου ακροατή-καταναλωτή σε μία θέση ανεξάρτητου και αυτοπροσδιοριζόμενου δημιουργού. Η σύσταση ενός μουσικού συγκροτήματος, η κοινωνική ύπαρξη στα πλαίσια τής ανεξάρτητης σκηνής, η μουσική ταυτότητα εν ολίγοις, αποτελεί όχι απλώς έναν «επαγγελματικό» στόχο, αλλά την αρχή που διέπει την οργάνωση της αφήγησης της προσωπικής (αλλά και της ομαδικής) ιστορίας των υποκειμένων και προσδίδει συνοχή στις (σε ψυχικό, συμβολικό και κοινωνικό) επίπεδο «περιπέτειες» της ύπαρξής τους. Η ιστορία της μουσικής αυτής ταυτότητας αποτελεί την έκφραση μιας ταυτόχρονης προσπάθειας - αυτονόμησης σε σχέση με τον ετεροπροσδιορισμό και την εξάρτηση που βιώνονται σε επίπεδο ψυχικό και οικογενειακό (παιδί, έφηβος) και κοινωνιο-πολιτισμικό (ακροατής, παθητικός δέκτης), - και εγγραφής σε ένα νέο, «κοινωνικοποιημένο», χώρο ύπαρξης (έστω και σχετικά «προστατευμένο» και «προστατευτικό»), την ανεξάρτητη σκηνή, που (υποτίθεται ότι) επιτρέπει την πραγματοποίηση των ονείρων και, κυρίως, την ένταξη στην πραγματικότητα. (1992-11-01)