Η έρευνα είχε σκοπό τη μελέτη οργανισμών που στοχεύουν να υποστηρίξουν ανέργους ή μέλη ομάδων, που αντιμετωπίζουν αυξημένα εμπόδια πρόσβασης στην αγορά εργασίας, να ενταχθούν στο σύστημα της απασχόλησης. Εξετάζεται η λειτουργία των οργανισμών αυτών μέσα από τις οπτικές των υποκειμένων που δραστηριοποιούνται εντός τους (Δ/ντές, Σύμβουλοι, Ωφελούμενοι). Η έρευνα βασίστηκε στην επιτόπια διερεύνηση 25 «δομών» συμβουλευτικής σε όλη την Ελλάδα, που πραγματοποιήθηκε από την Άνοιξη έως το Φθινόπωρο του 2003. Από αυτές 7 μελέτες περίπτωσης πραγματοποιήθηκαν σε Κέντρα Προώθησης της Απασχόλησης (ΚΠΑ) του ΟΑΕΔ και οι 18 πραγματοποιήθηκαν σε «δομές» του «ενδιάμεσου τομέα», εποπτευόμενες δηλαδή δομές από Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) ή Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ). Η έρευνα εστίασε (α) στους όρους, στις συνθήκες καθώς και στις διαδικασίες ίδρυσης και μετεξέλιξης των φορέων, (β) στις απόψεις και στις αντιλήψεις των υπευθύνων των φορέων σχετικά με τους σκοπούς και τη λειτουργία τους, (γ) στο επιστημονικό προφίλ, στην επαγγελματική σταδιοδρομία και στην επαγγελματική κουλτούρα των συμβούλων. Τα ευρήματα της έρευνας επιτρέπουν να υποστηριχθεί πως οι διαδικασίες της συμβουλευτικής, όπως εφαρμόζονται στο πλαίσιο των «ενεργητικών» πολιτικών απασχόλησης, πέραν του δεδηλωμένου στόχου της υποβοήθησης των ανέργων κατά την αναζήτηση θέσης εργασίας, επιτελούν και μια λανθάνουσα λειτουργία: προωθούν και εμπεδώνουν μια νέα «ηθική» απέναντι στην εργασία, που έχει ως κεντρικά της συστατικά τα αιτήματα για ευελιξία, κινητικότητα, ενεργοποίηση και προσαρμοστικότητα στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Η έρευνα επισημαίνει τους κινδύνους που ενυπάρχουν σε μια τέτοια, περιοριστική, αντίληψη περί συμβουλευτικής· κίνδυνοι που έγκεινται μεταξύ άλλων στη μετατροπή της συμβουλευτικής σε μηχανισμό άτυπου ελέγχου, ηθικού στιγματισμού και πειθάρχησης των ανέργων. (2003-11-01)